- χερσαίος
- -α, -οηπειρωτικός, στεριανός: Στην Αφρική υπάρχουν σπάνια χερσαία ζώα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χερσαῖος — from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
χερσαῖον — χερσαῖος from masc acc sg χερσαῖος from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖα — χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖαι — χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖοι — χερσαῖος from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖ' — χερσαῖα , χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl χερσαῖε , χερσαῖος from masc voc sg χερσαῖαι , χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] … Dictionary of Greek
χερσαία — χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc/acc dual χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίας — χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem acc pl χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)